Copy & Paste: http://news.in.gr
Στην ανοιχτή δομή φιλοξενίας του Ελαιώνα, ανάμεσα σε δεκάδες οικογένειες που έχουν βρει καταφύγιο, ζει και ένα μικρό θαύμα. Ο 13χρονος Μοχάμεντ, ένα χαμογελαστό και ευγενικό αγόρι από τη Σομαλία μιλάει έξι γλώσσες και έχει γίνει το δεξί χέρι των εθελοντών στο κομμάτι της επικοινωνίας με τους υπόλοιπους πρόσφυγες.
Οι εθελοντές τον φωνάζουν «φίρμα», καθώς η ιστορία του μικρού προσφυγόπουλου που μιλάει σομαλικά, τουρκικά, αραβικά, φαρσί, αγγλικά και ελληνικά ήρθε στη δημοσιότητα μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η συνάντηση με τον Μοχάμεντ έγινε ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου στον Ελαιώνα. Ο μικρός μόλις είχε επιστρέψει από το σχολείο που πηγαίνει στον Κεραμεικό και με περίμενε στο γραφείο που βρίσκονται οι διερμηνείς.
«Είμαι ο Μοχάμεντ. Χάρηκα πολύ» μου λέει σε άπταιστα ελληνικά ο 13χρονος και μου απλώνει το χέρι για να με χαιρετήσει.
Περπατώντας μαζί μέσα στη δομή βρίσκουμε ένα μέρος με λίγη σκιά για να ξεκινήσουμε την κουβέντα. Η συζήτησή μας έγινε στα ελληνικά, καθώς ο Μοχάμεντ καταλαβαίνει τα πάντα και μιλάει πάρα πολύ καλά τη γλώσσα.
«Προχτές είχα γενέθλια. Έγινα 13 χρονών» μου λέει και αρχίζει να μου αφηγείται την ιστορία του.
Ο Μοχάμεντ είναι το δεύτερο από το έξι παιδιά της οικογένειας. Έφυγε μαζί με τα μητέρα και τα αδέλφια του από τη Σομαλία όταν ήταν έξι χρονών. «Δεν είμαι ο πιο μεγάλος. Έχω μια αδελφή μεγαλύτερη, αλλά εγώ είμαι ο δυνατός» λέει ο Μοχάμεντ.
Οι αναμνήσεις που έχει από τη Σομαλία είναι θολές. Στο παιδικό του μυαλό έχει αποτυπωθεί μόνο η εικόνα παιδιών που του πετούσαν πέτρες. «Δεν ήταν ωραία εκεί. Είχαμε δυσκολίες. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω ποτέ».
Στα έξι του χρόνια εγκαθίσταται την Τουρκία, όπου έζησε με την οικογένειά του για τρία χρόνια. Εκεί έμαθε να μιλάει τούρκικα. Στη συνέχεια έφτασε με βάρκα - όπως είπε - στη Λέσβο και από εκεί στην Αθήνα.
«Εδώ μένω πολλές μέρες, αλλά δεν μου αρέσει. Θέλω να φύγω. Να πάω στην Ευρώπη» λέει.
Τον ρωτάω πώς έμαθε και μιλάει τόσες γλώσσες. «Στο σχολείο έμαθα ελληνικά και αγγλικά. Τα αραβικά και τα φαρσί τα έμαθα εδώ, μιλώντας με άλλα παιδιά και τώρα βοηθάω και τους μικρούς και τους μεγάλους στην επικοινωνία. Όταν βλέπω παιδιά να χτυπάνε κάποια άλλα τους λέω στη γλώσσα τους ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνουν» λέει ο Μοχάμεντ και ανοίγει την τσάντα του να μου δείξει δύο βιβλία με κόμικς που του έδωσαν στο σχολείο.
Διαβάζει λίγο δυνατά και έπειτα μου λέει: «Στο σχολείο όλο γράφω, γράφω. Κλείνω τα μάτια μου και γράφω τις λέξεις γιατί τις ξέρω. Τα ελληνικά είναι λίγο δύσκολα αλλά τα έχω μάθει και ξέρω και να διαβάζω και να γράφω».
Περιγράφοντας πώς περνάει την ημέρα του στη δομή, το μικρό προσφυγόπουλο λέει ότι στις 9 το πρωί πηγαίνει στο σχολείο και αμέσως μόλις γυρίσει διαβάζει. «Πρώτα διαβάζω και μετά παίζω με τα άλλα παιδιά. Μετά γυρίζω σπίτι για να ξεκουραστώ για την επόμενη μέρα».
Ο Μοχάμεντ όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει γιατρός. Όταν τον ρωτάω τι ειδικότητα θέλει να ακολουθήσει μου δείχνει το μέρος της καρδιάς.
Λίγο πριν φύγω με ρωτάει επίμονα: «Πότε θα ξανάρθεις;». «Σύντομα» του απαντάω και μου χαρίζει το πιο γλυκό του χαμόγελο.
Ο Μοχάμεντ είναι η απόδειξη ότι παντού, ακόμη και σε πολύ σκληρές και δύσκολες συνθήκες, υπάρχουν μικρά και μεγάλα θαύματα που κρατούν ζωντανή την ελπίδα. Αρκεί να θέλεις να τα δεις.
«Προχτές είχα γενέθλια. Έγινα 13 χρονών» μου λέει και αρχίζει να μου αφηγείται την ιστορία του.
Ο Μοχάμεντ είναι το δεύτερο από το έξι παιδιά της οικογένειας. Έφυγε μαζί με τα μητέρα και τα αδέλφια του από τη Σομαλία όταν ήταν έξι χρονών. «Δεν είμαι ο πιο μεγάλος. Έχω μια αδελφή μεγαλύτερη, αλλά εγώ είμαι ο δυνατός» λέει ο Μοχάμεντ.
Οι αναμνήσεις που έχει από τη Σομαλία είναι θολές. Στο παιδικό του μυαλό έχει αποτυπωθεί μόνο η εικόνα παιδιών που του πετούσαν πέτρες. «Δεν ήταν ωραία εκεί. Είχαμε δυσκολίες. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω ποτέ».
Στα έξι του χρόνια εγκαθίσταται την Τουρκία, όπου έζησε με την οικογένειά του για τρία χρόνια. Εκεί έμαθε να μιλάει τούρκικα. Στη συνέχεια έφτασε με βάρκα - όπως είπε - στη Λέσβο και από εκεί στην Αθήνα.
«Εδώ μένω πολλές μέρες, αλλά δεν μου αρέσει. Θέλω να φύγω. Να πάω στην Ευρώπη» λέει.
Τον ρωτάω πώς έμαθε και μιλάει τόσες γλώσσες. «Στο σχολείο έμαθα ελληνικά και αγγλικά. Τα αραβικά και τα φαρσί τα έμαθα εδώ, μιλώντας με άλλα παιδιά και τώρα βοηθάω και τους μικρούς και τους μεγάλους στην επικοινωνία. Όταν βλέπω παιδιά να χτυπάνε κάποια άλλα τους λέω στη γλώσσα τους ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνουν» λέει ο Μοχάμεντ και ανοίγει την τσάντα του να μου δείξει δύο βιβλία με κόμικς που του έδωσαν στο σχολείο.
Διαβάζει λίγο δυνατά και έπειτα μου λέει: «Στο σχολείο όλο γράφω, γράφω. Κλείνω τα μάτια μου και γράφω τις λέξεις γιατί τις ξέρω. Τα ελληνικά είναι λίγο δύσκολα αλλά τα έχω μάθει και ξέρω και να διαβάζω και να γράφω».
Περιγράφοντας πώς περνάει την ημέρα του στη δομή, το μικρό προσφυγόπουλο λέει ότι στις 9 το πρωί πηγαίνει στο σχολείο και αμέσως μόλις γυρίσει διαβάζει. «Πρώτα διαβάζω και μετά παίζω με τα άλλα παιδιά. Μετά γυρίζω σπίτι για να ξεκουραστώ για την επόμενη μέρα».
Ο Μοχάμεντ όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει γιατρός. Όταν τον ρωτάω τι ειδικότητα θέλει να ακολουθήσει μου δείχνει το μέρος της καρδιάς.
Λίγο πριν φύγω με ρωτάει επίμονα: «Πότε θα ξανάρθεις;». «Σύντομα» του απαντάω και μου χαρίζει το πιο γλυκό του χαμόγελο.
Ο Μοχάμεντ είναι η απόδειξη ότι παντού, ακόμη και σε πολύ σκληρές και δύσκολες συνθήκες, υπάρχουν μικρά και μεγάλα θαύματα που κρατούν ζωντανή την ελπίδα. Αρκεί να θέλεις να τα δεις.
Κική Μαργαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου