Copy & Paste: https://www.viewtag.gr
Την Κατερίνα την γνώρισα ως φανατική ακροάτρια του Μελωδια fm. Τα πρώτα χρόνια μου σ’ αυτό το ραδιόφωνο εκείνη εργαζόταν ως νοσηλεύτρια στο Ιπποκράτειο.
Κάποιο Πάσχα, που έτυχε να κάνω εκπομπή, ήρθε να με γνωρίσει φέρνοντάς μου μια ροζ ορχιδέα και αρκετές γκρίζες αλήθειες της.
Τα χρόνια περνούσαν και συνέχισα να μαθαίνω νέα της. Η Κατερίνα φοίτησε και σε μια σχολή για υπολογιστές και σε μια άλλη για μακιγιάζ και αισθητική. Δούλεψε ως security σε γήπεδα, ως περιστασιακή ταχυδρομική υπάλληλος και σε ένα νοσοκομείο ως νοσηλεύτρια.
Η Κατερίνα έγραφε και συνεχίζει. Όταν μου εμπιστεύθηκε το πρώτο μπλε, σχολικό τετράδιο με γεγονότα από τη ζωή της και σκέψεις της, απέκτησα άποψη.
Στο δρόμο της, ‘υιοθέτησε’ δυο γατούλες του δρόμου μια γκρίζα και μια μαυρόασπρη. Μου τηλεφώνησε, τότε, να μου το ανακοινώσει περιχαρής. Τις πρόσεχε. Τις καλοτάιζε, τις πήγαινε στο γιατρό τους, τις νοιαζόταν, πραγματικά. Έγιναν η σταθερή παρέα της. Τρία μοναχικά θηλυκά, καθ’ ένα με τα χούγια του, μέσα σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας πυκνοκατοικημένης αθηναϊκής γειτονιάς.
Η γκρίζα γατούλα σε μια μόνιμη επιθετική άμυνα, η μαυρόασπρη αμίλητη μέσα στην τρομάρα της, όπως τότε που τη βρήκε μωρό στα σκαλιά της πολυκατοικίας της, κι η Κατερίνα να ισορροπεί ανάμεσα σε μια δύσκολη πραγματικότητα που κλήθηκε από νωρίς στη ζωή της να ζήσει και σε αποσπασματικές εικόνες και σκέψεις που είχε δημιουργήσει και πολύ θα ήθελε να χωρέσει σε κάποιες απ’ αυτές.
Όταν πήγαινε κάποιο ταξίδι αναψυχής, με χαρά φιλοξενούσα τις γατούλες της. Εφ’ όσον ο χρόνος παραμονής τους ήταν λίγες μέρες δεν προλάβαινα να τις πλησιάσω, παρ’ ότι τις φρόντιζα, τις καθάριζα…Γάτες! Λες κι η μόνη έννοια τους ήταν πότε θα ξαναστριμωχτούν, διότι μετά τη στείρωση τα είχαν πάρει τα κιλά τους, στο καλάθι μεταφοράς για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Το έβρισκα λογικό και απλώς εξυπηρετούσα τις ανάγκες τους και σπάνια τους έκλεβα κανα χάδι.
Γενικά, είναι αντικοινωνικά όντα τα γατιά, εκτός απροόπτου, που συνοψίζεται στο τρίπτυχο:πεινάω, διψάω, χάιδεψέ μου, αλλά τούτες δω παραήταν. Τόσες φορές είχα βρεθεί μαζί τους κάτω από την ίδια στέγη και ακόμη δεν με είχαν αφήσει να τις χαϊδέψω. Όμως έβλεπα την Κατερίνα η οποία είχε απόλυτη αντίληψη τι ήθελε η κάθε μια τους ανά πάσα στιγμή. Κι αυτό το εκτίμησα. «Ο άνθρωπος είναι πολιτισμένος στο βαθμό που μπορεί να κατανοήσει τη γάτα» είχε πει ο Κοκτώ.
Κι ήρθε ο καιρός που η ισορροπία της Κατερίνας ανατράπηκε και χρειάστηκε βοήθεια. Οι γατούλες σε μένα, το πιο εύκολο.
Οι συγγενείς εξ αίματος της Κατερίνας διαφωνούσαν: «Τα γατιά θα τ’ αμολήσουμε, διότι λερώνουν το σπίτι». (Αυτό το λένε και… ‘Εδώ ο κόσμος χάνεται κι η γριά χτενίζεται’)Τη διαφωνία μου τη διαδήλωσα και την Καλημέρα μου την έκοψα με ανακούφιση.
Ο δικός τους άνθρωπος παλινδρομούσε επικίνδυνα ανάμεσα στο ζενίθ και στο ναδίρ της καθημερινής του διάθεσης με γύρευε τι αποτελέσματα κι η έννοια τους ήταν μη κι έχει τρίχες το σπίτι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Επειδή οι γάτες παρακολουθούν, όσο κι αν δεν φαίνεται, και παίρνουν στοιχεία από το περιβάλλον τους σκέφτηκα πως αυτές οι αλλαγές στη διάθεση της Κατερίνας μπορεί και να τις επηρέαζαν. Και είναι κάποιες σχέσεις τόσο σφιχτοδεμένες που, εάν το ένα μέλος αυτής της μικρής παρέας χάσει το βήμα του, μπορεί να αρχίσουν να παραπατάνε και τα υπόλοιπα.
Η γκρίζα γατούλα, κατά τα συνηθισμένα της, τις πρώτες τρεις μέρες που ήρθε στο σπίτι μας, μου νιαούριζε μεν με γρατζούναγε δε, όσο η μαυρόασπρη είχε σκουπίσει με το φουντωτό, γυαλιστερό της τρίχωμα κάθε υπόλοιπο σκόνης κάτω από το κρεβάτι του γιού μου, στο δωμάτιο του οποίου κάθε φορά τις φιλοξενούσα.
Όμως την τέταρτη-πέμπτη μέρα με περίμεναν κι οι δύο το πρωί. Καλά, μη φανταστείτε τίποτα θεαματικό, όπως θα έκανε ένας σκύλος, να χοροπηδάει όλος χαρά, στα δυο πίσω πόδια του με ένα χαμόγελο ίσα με τα αυτιά του. Όχι, αλίμονο. Απλώς, η μία ήταν πάνω στο κρεβάτι κι έμεινε, αφ’ ότου μπήκα στο δωμάτιο, δεν εξαφανίστηκε, και η άλλη στο παρατηρητήριό της, ανεβασμένη στο γραφείο να κοιτάει τον κήπο απ’ την τζαμαρία του δωματίου. Με κοίταξαν, μου νιαούρισαν κι έμειναν στις θέσεις τους. Τις χάιδεψα, τους είπα διάφορα καθησυχαστικά, τους έβαλα φρέσκο φαγητό και νερό, καθάρισα το χώρο τους κι έμεινα. Κι ήρθαν κι οι δυο κοντά μου αφού έφαγαν. Ε, ναι σε μια απόσταση ασφαλείας. Αλίμονο, μην παραγνωριστούμε κιόλας.
Μια μέρα πέρασε να τις δει, για λίγο, η Κατερίνα κι άκουσε τόσα παράπονα που της έκαναν, δέχτηκε τόσα χάδια που της φύλαγαν. Κλείσαμε την πόρτα του δωματίου τους πίσω μας κι εκείνες έλεγαν έλεγαν ακόμη, δεν απόσωναν με τίποτα. Ακόμη και την ασπρόμαυρη άκουσα εκείνη τη μέρα.
Τότε, σιγουρεύτηκα πως αυτά τα τρία κορίτσια μόνα τους είχαν βρει τις δικές τους ασταθείς ισορροπίες. Περνούσαν καλά μαζί και αυτό είχε, τελικά, σημασία.
Κι ήρθε ο καιρός που η ισορροπία της Κατερίνας ανατράπηκε και χρειάστηκε βοήθεια. Οι γατούλες σε μένα, το πιο εύκολο.
Οι συγγενείς εξ αίματος της Κατερίνας διαφωνούσαν: «Τα γατιά θα τ’ αμολήσουμε, διότι λερώνουν το σπίτι». (Αυτό το λένε και… ‘Εδώ ο κόσμος χάνεται κι η γριά χτενίζεται’)Τη διαφωνία μου τη διαδήλωσα και την Καλημέρα μου την έκοψα με ανακούφιση.
Ο δικός τους άνθρωπος παλινδρομούσε επικίνδυνα ανάμεσα στο ζενίθ και στο ναδίρ της καθημερινής του διάθεσης με γύρευε τι αποτελέσματα κι η έννοια τους ήταν μη κι έχει τρίχες το σπίτι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Επειδή οι γάτες παρακολουθούν, όσο κι αν δεν φαίνεται, και παίρνουν στοιχεία από το περιβάλλον τους σκέφτηκα πως αυτές οι αλλαγές στη διάθεση της Κατερίνας μπορεί και να τις επηρέαζαν. Και είναι κάποιες σχέσεις τόσο σφιχτοδεμένες που, εάν το ένα μέλος αυτής της μικρής παρέας χάσει το βήμα του, μπορεί να αρχίσουν να παραπατάνε και τα υπόλοιπα.
Η γκρίζα γατούλα, κατά τα συνηθισμένα της, τις πρώτες τρεις μέρες που ήρθε στο σπίτι μας, μου νιαούριζε μεν με γρατζούναγε δε, όσο η μαυρόασπρη είχε σκουπίσει με το φουντωτό, γυαλιστερό της τρίχωμα κάθε υπόλοιπο σκόνης κάτω από το κρεβάτι του γιού μου, στο δωμάτιο του οποίου κάθε φορά τις φιλοξενούσα.
Όμως την τέταρτη-πέμπτη μέρα με περίμεναν κι οι δύο το πρωί. Καλά, μη φανταστείτε τίποτα θεαματικό, όπως θα έκανε ένας σκύλος, να χοροπηδάει όλος χαρά, στα δυο πίσω πόδια του με ένα χαμόγελο ίσα με τα αυτιά του. Όχι, αλίμονο. Απλώς, η μία ήταν πάνω στο κρεβάτι κι έμεινε, αφ’ ότου μπήκα στο δωμάτιο, δεν εξαφανίστηκε, και η άλλη στο παρατηρητήριό της, ανεβασμένη στο γραφείο να κοιτάει τον κήπο απ’ την τζαμαρία του δωματίου. Με κοίταξαν, μου νιαούρισαν κι έμειναν στις θέσεις τους. Τις χάιδεψα, τους είπα διάφορα καθησυχαστικά, τους έβαλα φρέσκο φαγητό και νερό, καθάρισα το χώρο τους κι έμεινα. Κι ήρθαν κι οι δυο κοντά μου αφού έφαγαν. Ε, ναι σε μια απόσταση ασφαλείας. Αλίμονο, μην παραγνωριστούμε κιόλας.
Μια μέρα πέρασε να τις δει, για λίγο, η Κατερίνα κι άκουσε τόσα παράπονα που της έκαναν, δέχτηκε τόσα χάδια που της φύλαγαν. Κλείσαμε την πόρτα του δωματίου τους πίσω μας κι εκείνες έλεγαν έλεγαν ακόμη, δεν απόσωναν με τίποτα. Ακόμη και την ασπρόμαυρη άκουσα εκείνη τη μέρα.
Τότε, σιγουρεύτηκα πως αυτά τα τρία κορίτσια μόνα τους είχαν βρει τις δικές τους ασταθείς ισορροπίες. Περνούσαν καλά μαζί και αυτό είχε, τελικά, σημασία.
Σύσση Καπλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου